μετάπωρον

μετάπωρον
μετάπωρον, τὸ (Μ)
βλ. μετόπωρον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετόπωρον — μετόπωρον, τὸ (ΑΜ, Μ και μετάπωρον) η εποχή τού έτους η οποία ακολουθεί το δεύτερο μισό τού καλοκαιριού, το φθινόπωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + όπωρον (< ὀπώρα «φθινόπωρο»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”